- τριγωνισμός
- τριγωνισμόςdisposition of numbers triangular-wisemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριγωνισμός — ο 1. ο σχηματισμός τριγώνου: Ο τριγωνισμός του κύκλου είναι αδύνατος. 2. διαίρεση σε τρίγωνα για καταμέτρηση: Τριγωνισμός του τσιφλικιού. 3. διαίρεση τμήματος της γήινης επιφάνειας σε δίκτυο τριγώνων για χαρτογράφηση αυτού του τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριγωνισμός — ο, ΝΑ [τριγωνίζω] νεοελλ. (γεωδ·) 1. ο καταμερισμός τής γήινης επιφάνειας ή τμημάτων της με νοητές γραμμές σε δίκτυο ισόπλευρων, κατά το δυνατόν, τριγώνων 2. (γεωδ.) το αποτέλεσμα τής εργασίας αυτής 3. μαθημ. η διαίρεση μιας επιφάνειας εν γένει… … Dictionary of Greek
τριγωνισμούς — τριγωνισμός disposition of numbers triangular wise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριγωνισμόν — τριγωνισμός disposition of numbers triangular wise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
γεωτριγωνισμός — ο τριγωνισμός* ο οποίος εκτελείται από το έδαφος. (Ο όρος πλάστηκε προς διάκριση από τον αεροτριγωνισμό και τον ακτινοτριγωνισμό. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται για καθαρά γεωδαιτικούς τριγωνισμούς) … Dictionary of Greek
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
τριπλευρισμός — ο, Ν (γεωδ.) γεωδαιτική μέθοδος που χρησιμοποιεί τη μέτρηση τών πλευρών τών τριγώνων αντί τών γωνιών, που χρησιμοποιεί ο τριγωνισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπλευρος + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek